- ορυκτός
- -ή, -ό (Α ὀρυκτός, -ή, -όν) [ορύσσω]1. αυτός που βρίσκεται μέσα στη γη και εξορύσσεται με εκσκαφή («ἀποσύραντι τὴν ἐπιπολῆς γῆν εὐθὺς ὀρυκτὸν εὑρίσκεσθαι χρυσόν», Πολύβ.)2. ο αυτοφυής, δηλ. αυτός που βρίσκεται εκ φύσεως στη γη και δεν παρασκευάζεται με χημικές ή άλλες μεθόδους («ορυκτό άλας»)νεοελλ.1. αυτός που έχει απολιθωθεί και διατηρείται μέσα στα πετρώματα τής γης2. το ουδ. ως ουσ. το ορυκτό βλ. ορυκτό3. φρ. «ορυκτός πλούτος» — το σύνολο τών ορυκτών τού υπεδάφους μιας χώραςαρχ.1. αυτός που έγινε με ανόρυξη, που συντελέστηκε με εκσκαφή («τάφρον ὑπερθορέονται ὀρυκτήν», Ομ. Ιλ.)2. φρ. «ἰχθύες ὀρυκτοί» — είδος ψαριών, χελιών, που ζουν κάτω από την επιφάνεια τού βυθού τής θάλασσας, μέσα σε αμμώδη λάσπη.
Dictionary of Greek. 2013.